συγνεφιάζω

συγνεφιάζω
Ν
βλ. συννεφιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συννεφιάζω — και συννεφιώ, άω και συγνεφιάζω Ν [συννεφιά] 1. καλύπτομαι από σύννεφα («συννέφιασεν ο Παρνασσός») 2. απρόσ. συννεφιάζει απλώνεται συννεφιά 3. μτφ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι («κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος», Ερωτόκρ.) 4. (μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”